- πολυπαίγμων
- -ον, Α(για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι-παίγμων, φιλο-παίγμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπαίγμονος — πολυπαίγμων very sportive gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)